- πιόμα
- το, Ν1. το πιόσιμο, η πόση2. το ποτό, ιδίως το αλκοολούχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < υποτακτ. αορ. (να) πιω τού πίνω + κατάλ. -μα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιόμα — το το πιόσιμο, η πόση: Πιόμα που το κάνει ο μπεκρής! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιόμαν — πιόμᾱν , πίνω Aër. aor ind mid 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόπιμα — κ. πιομα, το [αποπίνω] υπόλειμμα ποτού στο ποτήρι … Dictionary of Greek
πιοτό — το / πιοτόν, ΝΜ κάθε υγρό που χρησιμεύει για πόση, ποτό και ιδίως οινοπνευματώδες νεοελλ. 1. οινοποσία 2. μεθύσι 3. έξη στην κατανάλωση οινοπνευματωδών, αλκοολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ποτόν, κατ επίδραση τής υποτακτικής αορ. (να, θα) πιω τού… … Dictionary of Greek
πιόσιμο — το, Ν 1. η ενέργεια τού πίνω, η πόση 2. (με ειδική σημ.) η οινοποσία 3. η γεύση που προκαλείται από το ποτό («το κρασί δεν έχει καλό πιόσιμο» το κρασί δεν αφήνει ωραία γεύση στο στόμα) 4. ως επίθ. αυτό που μπορεί κανείς να πιει, το πόσιμο.… … Dictionary of Greek